Του Δημοσθένη Καραγιάννη
Στο τηλεγραφείο του Αρκαλοχωρίου το βράδυ της 19ης του Μάη 1941 εκτελούσε υπηρεσία ο Λευτέρης Λυδατάκης. Αυτός κατά τα μεσάνυχτα, αναφέρει, πήρε το πρώτο τηλεγράφημα που ενημέρωνε για τις γερμανικές προετοιμασίες της επίθεσης που θα εκδηλωνόταν την επόμενη μέρα. Αμέσως ειδοποίησε τον πρόεδρο και όσους από το χωριό βρήκε εκείνη την περασμένη ώρα να ειδοποιήσει. Την επόμενη το βράδυ ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Γ. Αρχάβλης κάλεσε όλους τους νέους του χωριού στην αίθουσα του δημοτικού σχολείου. Προσήλθαν περίπου 35 άτομα κι εκεί τους μίλησε πατριωτικά και τους κάλεσε την επόμενη το πρωί να τον ακολουθήσουν για τα μέτωπα της μάχης.
Δείτε επίσης: Η Κρήτη και η μάχη της (1940 – 1949)… (1)
Η Κρήτη και η Μάχη της: Η έκκληση για αντίσταση από τον κομμουνιστή ηγέτη Μιλτιάδη Πορφυρογένη
Αφηγείται ο Λευτέρης Λυδατάκης από το Αρκαλοχώρι:
«Πραγματικά την επόμενη τα χαράματα μαζωχτήκαμε μπροστά στο σκολειό. Από τσοι 35 χτεσινοβράδινους επαρουσιαστήκαμε το πρωί καμιά δεκαπενταριά, όλοι κι όλοι, άοπλοι και μόνο ο Αρχάβλης είχενε ένα ετσά κακομίστολο και ξεκινήσαμε για το Ηράκλειο με τα πόδια.
Όταν φτάξαμε στους Κουνάβους μας προσανατόλισαν να πάμε στις Αρχάνες όπου θα μπορούσαμε να οπλιστούμε και να βρούμε πολεμοφόδια για τον αγώνα. Εκεί είχε στήσει το «στρατηγείο» του ο «στρατηγός» Μπετεινάκης και προσπαθούσε να οργανώσει ομάδες αντίστασης. Επικρατούσε χάος…
Μας εδώκανε ετολή να κρυφτούμε μέσα στις κρεβατίνες γιατί τα στούκας δε σταματούσανε να ουρλιάζουνε ’πο πάνω μας και να ρίχνουνε βόμβες και αλεξιπτωτιστές. Υπακούσαμε και περιμέναμε. Τρία μερόνυχτα εμείναμε κάτω απ’ τσι κρεβατίνες χωρίς κανένας να μας ειδοποιήσει, χωρίς φαητό και νερό. Τρώγαμε ό,τι χόρτα βρίσκαμε απού τρωγόντανε και βλαστούς απού τσι κρεβατίνες μέχρι που μας … «εκόψανε»! Μερικοί χωργιανοί ερχόντανε και μας λέγανε να φύγουμε, μας διώχνανε γιατί φοβούντανε πως θα τσοι τιμωρούσανε μετά οι Γερμανοί, όπως γράφανε οι προκηρύξεις που ρίχνανε στα χωριά η γερμανική προπαγάντα. Βλέπεις θεωρούσανε τελειωμένη την υπόθεση της κατοχής… Ήτονε απογοητευμένοι… Τελείως απογοητευμένοι…
Εκεί ακούσαμε τότε, από την τέταρτη μέρα της μάχης και τις πρώτες φήμες πως οι Εγγλέζοι θα παρατούσανε την Κρήτη και θα φεύγανε. Ο Αρχάβλης επηγαινοέρχουντάνε στο «στρατηγείο» κάθε τόσο και λιγάκι μπας και ερώτανε ανέ είχενε να μας πούνε κάτι καινούργιο, αλλά πράμα! Όπλα δεν υπήρχανε, εφόδια δεν υπήρχανε… Προετοιμασία δεν υπήρχενε.. Πράμα! Ανοργανωσιά και χάος… κι εμείς νηστικοί και …«τσιλισμένοι»!
Ακούγαμε τσι μάχες που γινούντανε στο Ηράκλειο, βλέπαμε τα αλεξίπτωτα να πέφτουνε σαν τα κοπάδια των μπουλιώ βλέπαμε τσοι καπνούς και τσι εκρήξεις, και δε μπορούσαμε να κάνουμε πράμα…
Οργή και μίσος για τους δικούς μας υπεύθυνους που τους πληρώναμε και καλοτρώγανε και καλοπίνανε στα πριν και τώρα στα δύσκολα ήτανε όλοι τους ανίκανοι και να οργανώσουνε το λαό…
Οργή και μίσος για τους φασίστες που μας επήρανε τα όπλα, εδιώξανε και τη «Μεραρχία Κρητών» και για τσι εράνους που μας υποχρέωνε ο Μεταξάς για …«αεροπορία» και πολεμική προετοιμασία… Ψεύτες παιδί μου! Ψεύτες κι απατεώνες…
Εκεί εμάθαμε πως ο βασιλιάς και οι φίλοι του εξαναδραπέτευσαν και από την Κρήτη πάνω σε εγγλέζικα πλοία για να σωθούνε μαζί με τους φίλους και τα μπράτη ντως…
Την τέταρτη μέρα πια απηυδήσαμε. Πήγαμε όλοι μαζί στο «στρατηγείο» κι αφού διαμαρτυρηθήκαμε έντονα, και οι μάχες πια είχανε πάρει ήδη την από κάτω τροχιά, εφύγαμε. Εμείς τώρα δε σκεφτούμαστε πια μόνο την αντίσταση, αλλά κοιτάζαμε πώς να βρούμε, από πού να βρούμε μερικά όπλα για την αντίσταση που έπρεπε ως πατριώτες να οργανώσουμε και κάνουμε στους νέους κατακτητές. Αλλά πού να βρεις;
Κατά το απογεματάκι της τέταρτης μέρας κι ενώ το χάος όχι μόνο δεν ξεπερνιούντανε αλλά και γινότανε όλο και χειρότερο ο ανθυπολοχαγός μας, μας είπε με μεγάλη πίκρα πως δεν υπάρχει τρόπος να οπλιστούμε κι ότι έπρεπε να φύγουμε από τσι Αρχάνες κι ότι ήθελε να κάμει ο καθένας κι ότι από εκεί και πέρα αυτός δεν είχε καμιά ευθύνη.
Έτσι ξαναπήραμε το δρόμο για να γυρίσουμε πίσω στο χωριό…Στο χωριό εμάθαμε πια πως μετά από λίγες μέρες επέσανε τα Χανιά, ήπεσε το Ρέθεμνος και μόνο στο Ηράκλειο κρατούσανε οι μάχες ακόμα και μετά την υπογραφή της παράδοσης του Λιναρδάκη στα Πεζά. Εμάθαμε πως μετά από δυο τρεις μέρες απού εφύγαμε απ’ τσ’ Αρχάνες νύχτα και κρυφά εφύγανε κι οι Εγγλέζοι απ’ το Ηράκλειο.
Στο δρόμο που γυρίζαμε μαζί με τους συντρόφους μου τους συντρόφους μου Μιχάλη Νταναλάκη και Κοκολάκη Γιάννη (Κοκολογιάννη) εσυμφωνήσαμε να πάμε το βράδυ στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία για να κουβεντιάσουμε για την κατάσταση. Πραγματικά κοντά στα μεσάνυχτα εσυναντηθήκαμε έξω απ’ τ’ Αρκαλοχώρι στο λόφο «Σαρανταυγά» στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία (όπου και το μινωικό σπήλαιο) και δώσαμε όρκο για τη «Νεά Φιλική Εταιρεία» που στήσαμε. Εβάστανε μαζί του ο Κοκολογιάννης ένα μεσοσκισμένο καταστατικό του κόμματος κι απάνω του ορκιστήκαμε νεαροί όντες και ενθουσιώδεις κομμουνιστές, αγώνα και αντίσταση. Πρώτη μας δουλειά ήτανε να βρούμε και τους άλλους νέους τότε του χωριού μας (Στέλιο και Μανόλη Χρηστάκη, Μανόλη και Μηνά Μακράκη, Γιάννη Καλαϊτζάκη, Κωστή Κανιαδάκη (όλοι τους δημοκρατικοί ανθρώποι και θαρραλέοι) με σκοπό να στήσουμε, να επανδρώσουμε την οργάνωση (τη Φιλική Εταιρεία μας) και να κάνουμε ό,τι οι ανάγκες θα έφερναν. Όσους επλησιάσαμε εμείνανε σύμφωνοι και ορκιστήκανε κι αυτοί. Ο Κοκολογιάννης σαν πιο έμπειρος από μας, μας είπενε να περιμένουμε μερικές μέρες για να δούμενε πως θα πάει το πράμα και βλέπουμε…».
Έτσι ξεκίνησε η κατοχή σε ολόκληρη την Κρήτη. Μπορεί να μην υπήρχαν κεντρικές κατευθύνσεις και οδηγίες (όπως στοιχειωδώς θα σκεφτόταν κανείς) από το ελληνικό κράτος (έστω και της τελευταίας στιγμής οδηγίες) για αντίσταση του λαού, όμως οι πατριώτες στην Κρήτη όπως και στην ηπειρωτική Ελλάδα κινητοποιήθηκαν άλλοι με τις παροτρύνσεις του παράνομου ΚΚΕ (γράμμα Ζαχαριάδη, άρθρο Πορφυρογένη, κ.λπ.), άλλοι από γνήσιο πατριωτικό καθήκον (π.χ. οι κομμουνιστές και δημοκράτες εξόριστοι από το καθεστώς Μεταξά) και άλλοι από αγάπη γα ελεύθερη και ανεξάρτητη ζωή!
Για να κλείσω το σημερινό μου σημείωμα θα παραθέσω κάποιες ζωντανές αφηγήσεις από την περίοδο των μαχών. Η πρώτη είναι ενός γερμανού αλεξιπτωτιστή που επέζησε από την μάχη και περιγράφει τις πρώτες του εντυπώσεις απ’ τη μάχη:
«…Για να αιφνιδιάσουμε τον εχθρό με πτήση «χαμηλής προσεγγίσεως» και να τον εμποδίσουμε όσο το δυνατόν λιγότερο αποτελεσματικά – καθώς κατεβαίναμε από το αεροπλάνο στη γη – πηδούσαμε πάντοτε αφού φτάναμε αρκετά χαμηλά. Το καθορισμένο ύψος ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα, καμιά φορά και λιγότερο. Τα αλεξίπτωτα χρειάζονταν ύψος 40 – 60 μέτρα για ν’ ανοίξουν τελείως. Πέφταμε δε μερικά μέτρα πιο πάνω προτού ανοίξει ο σάκος του αλεξίπτωτου. Αυτό σήμαινε ότι παρέμενε κανείς αιωρούμενος από το ανοιγμένο αλεξίπτωτο κάπου 5 – 6 δευτερόλεπτα. Όμως ακόμα και η ολιγόλεπτη αυτή εμπειρία είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει… Όταν όντας ακόμα κρεμασμένος από το αλεξίπτωτο μπόρεσα να κοιτάξω γύρω μου είδα τον πρώτο που είχε πηδήξει να προσκρούει στο έδαφος.
Θεέ μου! Τι απαίσιο έδαφος για προσγείωση! Γη όλο πέτρες και βράχοι στο ύψος του ανθρώπου! Λίγο μακρύτερα ένα εργοστάσιο με μια μικρή καμινάδα, όπου έπρεπε να συγκεντρωθούμε. Είχαμε όμως πηδήξει πιο γρήγορα από ότι έπρεπε. Ένα ξερό αυλάκι βρίσκονταν μπροστά μας. Κανονικά έπρεπε να πηδήξουμε από το αεροπλάνο αφού το είχαμε προσπεράσει. Τότε είδα το έδαφος να ορμάει, θαρρείς, καταπάνω μου και αντίκρυσα δυο πελώριες πέτρες να μούρχονται καταπρόσωπο. Άρπαξα το σκοινί του φρεναρίσματος. Πολύ αργά! Μια φωνή δίπλα μου με καλούσε. «Έλα κατά δω. Ο αρχηγός την έπαθε». Ήταν ο αγγελιαφόρος του λόχου που τελικά ήρθε και κάθισε ανακούρκουδα πλάι μου. Προσπάθησα να σηκωθώ. Είχα πέσει με δύναμη πάνω σε κάτι γκρίζα κοτρώνια. Μια άλλη φωνή ακούγεται να δίνει διαταγές μέσα στο χαλασμό. «Εμπρός! Προχωρείτε… Ψάξετε για τα κιβώτια με τα όπλα. Ακολουθείστε με μέχρι εκείνη την καμινάδα!». Σηκωθήκαμε πονώντας. Είδαμε μερικούς άντρες γονατισμένους μπροστά σε ανοιγμένα κιβώτια να παίρνουν οπλισμό. Ύστερα ένας – ένας ή μικρές – μικρές ομάδες προχωρούσαμε μπροστά. Κατά την καμινάδα.
Ένα νέο σμήνος Γιούγκερς έφτασε στον ουρανό. Γέμισε ο αέρας κι άλλα αλεξίπτωτα… Ένα άλλο γιούγκερς επέστρεψε τραβώντας πίσω του μια μεγάλη μαύρη μολυβιά. Πέρασε σφυρίζοντας πάνω απ’ τα κεφάλια μας κι είδαμε να βγαίνουν φλόγες απ’ τα φτερά του. Ένα δέντρο κόπηκε στα δυο βροντώντας για το θάνατό του. Το αεροπλάνο έπεσε, κάνοντας ένα απότομο στροβίλισμα κι έμεινε ακίνητο με τη μύτη στραμμένη στον ουρανό. Όλα τυλίχτηκαν σε μαύρους καπνούς και κόκκινες φλόγες…»
Η επόμενη αφήγηση είναι προσωπική μαρτυρία του κυρίου Παντελή από τον βομβαρδισμό του Χάρακα. Γιατί οι βομβαρδισμοί δεν γίνονταν μόνο στις πόλεις. Και ίσως εκεί να γινόταν οι σκληρές μάχες και ήτανε τα στρατηγικά σημεία των επιθέσεων, αλλά και τα χωριά της Κρήτης πολύ μάτωσαν τις δίσεχτες εκείνες μέρες:
«Τι να πρωτοθυμηθείς…. και τι να πρωτομαρτυρήσεις…. Που πρέπει να ορδινιάσεις το μυαλό, να βάλεις σε τάξη τα γεγονότα … τις μνήμες! Και σαν τον καλό το βοσκό που περιμένει υπομονετικά ένα – ένα τα πρόβατα να τα καλοαρμέξει, έτσι κι εγώ πολεμώ να φέρω στη σειρά τους τις μνήμες μου να θυμηθώ μια ιστορία από την Κατοχή. Μα δύσκολο γιατί κι οι μνήμες είναι σαν τα κεράσα που δεν πιάνεις ποτέ ένα απ’ το καφάσι…
Τριγυρνώ σαν σε παιχνίδι τυφλόμυγας κι αρπάζω μέσα απ’ το σκοτάδι των χρόνων εκείνων την πρώτη ….
Και να ’μαι στο στενό δρομάκι εκείνο που οδηγούσε στο σπίτι της γιαγιάς. Με είχανε στείλει – η μάνα μου – απ’ το σπίτι μας να τη φωνάξω για μεσημεριανό φαγητό ή γιατί την ήθελε για κάποιο νοικοκυροδούλι. Σαν βγήκα στο δρόμο ένα στενάχωρο βουητό με τύλιξε που ερχόντανε από μακριά, κι όλο ζύγωνε – συνόδευε τα βήματά μου. Ένα βουητό που μέχρι τότε δεν είχα ξανακούσει , μα τ’ άκουσα χιλιάδες φορές από τότε που σήμερα πια δε μου σφάλλει.
Έψαξα με τα μάτια τον ουρανό για να δω και να γνωρίσω το θεριό που βρυχούντανε κι έκανε στην πλάτη μου να περπατούνε αράχνες απ’ την ανατριχίλα. Μπήκα στο σπίτι της γιαγιάς, τρέχοντας και την πήρα από το χέρι.
-Πάμε γιαγιά κι η μάνα μου σε θέλει…
Κοτσονάτη και σβέλτη – νέα ήτονε ακόμα τότε η γιαγιά μου με πήρε και βγήκαμε στο δρόμο.
Ο βόμβος από τις μηχανές των αεροπλάνων ακουγότανε τώρα πεντακάθαρος και δυνατός. Κατέβαινε στο χωριό σαν το πούσι… Έμπαινε στα σπίτια … Τρύπαγε τ’ αφτιά …Φώλιαζε στις καρδιές …
– Ήντά ’ναι τουτοσ-άς ο καταραμένος μεσημεριάτικα και να μας-ε κουζουλάνει θέλει, ακούστηκε η γιαγιά να λέει νευριασμένη. Και βιάζοντας το βήμα της με τράβηξε μαζί της κι εμένα. Μπήκαμε βιαστικά στο σπίτι…
Στο μεταξύ ο βόμβος των μηχανών έφτασε μπροστά στις πόρτες μας, χύθηκε στα δρομάκια του χωριού απειλητικός κι ασυγκράτητος.
Τρομαγμένοι καθόμαστε γύρω απ’ το μεσημεριανό τραπέζι για το φαγητό – αξέχαστα πετεινό με πληγούρι είχεν-ε μαγερέψει η μάνα μου, Κυριακή ήτονε – όταν άνοιξε η γιαγιά το στόμα της κι άκουσα εκείνο το λόγο που από τότε μέχρι σήμερο μου ’ρχεται στο μυαλό κάθε που θ’ ακούσω βούισμα από μηχανή αεροπλάνου.
– Γροικάτε, μωρέ κοπέλια, πως κάνει ετούτος-ας ο φούτερος. Σα να μας-ε λέει: «Θα σας-ε φάω… Θα σας-ε φάω … Θα σας-ε φάω ….»
Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει το λόγο της. Οι τελευταίες λέξεις πνίγηκαν στους κρότους και στις εκρήξεις των βομβών που ακριβώς εκείνη τη στιγμή άρχισαν να σπέρνουν τον τρόμο και τον θάνατο…
Η γης κουνιότανε συθέμελα κι άνοιγε τα σωθικά της …
Τα σπίτια σωριάζονταν …
Οι άνθρωποι ούρλιαζαν…
Τα ζωντανά βρυχούνταν …
Ο ήλιος σκέπασε τα μάτια του από φρίκη …
Την άλλη μέρα μετρηθήκαμε και μας λείπανε πέντε …»
Η Μάχη της Κρήτης διήρκεσε δέκα μέρες. Ο σφοδρός βομβαρδισμός, οι συνεχείς ρίψεις εφοδίων, ο ασταμάτητος ερχομός των αλεξιπτωτιστών σε καθημερινή βάση αποτελούν τη σειρά εκείνη των συμβάντων που μορφοποιούν το μεγάλο γεγονός της Μάχης της Κρήτης. Για δέκα μέρες αιμορραγεί ασταμάτητα η μέχρι τότε αήττητη Βέρμαχτ.
Ήδη όμως από την τρίτη μέρα της Μάχης είχε αρχίσει να διαγράφεται το τέλος. Οι αερομεταφερόμενοι Γερμανοί πολεμιστές είχαν κατορθώσει να αγκιστρωθούν πάνω στο ανασκαμμένο από τις βόμβες τους κρητικό χώμα, είχαν κατορθώσει να στήσουν και να κρατήσουν τα προγεφυρώματά τους στους τρεις αρχικούς και κεντρικούς τους στόχους που έβαλαν πάνω στο νησί.
Μάλεμε … Ρέθυμνο … Ηράκλειο …
Η θέση των συμμαχικών στρατευμάτων καθημερινά χειροτέρευε. Οι ενισχύσεις που κατέβαιναν αδιάκοπα από τον ουρανό, γρήγορα άλλαξαν οριστικά την κατάσταση. Οι αμυνόμενοι Γερμανοί έγιναν επιτιθέμενοι, κι ο συμμαχικός στρατός άρχισε να παίρνει το δρόμο προς τα νότια παράλια κι από κει για την Αίγυπτο. Εκεί ακόμα μπορούσαν να προσεγγίζουν τα πλοία των συμμάχων και να φορτώνουν τους νικημένους στρατιώτες. Η εγκατάλειψη του νησιού από τους προστάτες (- λέμε τώρα!!!) του ήτανε απόλυτη. Η δραπέτευση των ηγετών του – ξαναλέμε τώρα!!! – (βασιλιάδων, κυβερνητών, στρατιωτικών και παρασίτων) ήτανε βιαστική, αγωνιώδης και απολύτως θρασύδειλη!
Οι δρόμοι, τα μονοπάτια, τα περάσματα, τα φαράγγια, οι διέξοδοι διαφυγής που διαθέτει η κρητική γη γέμισαν από συμμαχικούς στρατιώτες που μοχθούσαν να φτάσουν στα παράλια του Λιβυκού. Κι όπως ήταν φυσικό, όλα αυτά τα περάσματα έγιναν αμέσως οι νέοι στόχοι των γερμανικών αεροπλάνων.
Ένας τέτοιος στόχος ήταν κι ο Χάρακας. Οι αεροπόροι σίγουρα θα διάκριναν τη μεγάλη, άσπρη, σκονισμένη γραμμή που οδηγεί κατ’ ευθεία σχεδόν από τη Λιγόρτυνο στο Χάρακα διασχίζοντας τη μεγάλη πεδιάδα της Μεσαράς.
Ο δρόμος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τα συμμαχικά στρατεύματα ως κομβικός δρόμος διαφυγής. Στο τέλος αυτού του δρόμου είχε την ατυχία να βρίσκεται το χωριό μας. Ο Χάρακας.
Είχε ακόμη την ατυχία να δείχνει – όπως και στην παραγματικότητα ήταν – βολικός για συγκέντρωση, για ασφάλεια και για σημείο διαφυγής των στρατευμάτων προς την Αίγυπτο. Γιατί και τα βουνά μας προσφέρονται για καταφύγιο και οι παραλίες μας διαθέτουν κατάλληλα σημεία ασφαλούς προσέγγισης πλοίων και υποβρυχίων για την παραλαβή τους.
Κι έτσι στις 27 του Μάη – ήτανε μέρα Πέμπτη – η Μεγάλη Πέμπτη !!! – για το χωριό κι ας γιόρταζε η Χριστιανοσύνη την Ανάληψη του Σωτήρα – ήρθανε τα πρώτα αεροπλάνα.
Στην αρχή ήρθανε δύο, ρίξανε τρεις βόμβες – όπως θυμούνται οι χωριανοί – κι έφυγαν. Ύστερα – κατά το απογεματάκι – ήρθανε άλλα εννιά, και την άλλη μέρα το πρωί δώδεκα, κι ύστερα κι άλλα,… κι άλλα… μέχρι που χάθηκε ο λογαριασμός.
Τρεις μέρες σφυροκοπήθηκε το χωριό. Την Τρίτη μέρα έγινε και προσπάθεια πυρπόλησής των σπιτιών με εμπρηστικές βόμβες…
Ο απολογισμός πικρός …
Πέντε νεκροί… Αρκετοί τραυματίες… Σπίτια γκρεμισμένα. Καμένα τρία…
Ευτυχώς που όλες οι βόμβες δεν εξεράγησαν … Αλλά και τότε ακόμα κάτω από την καταιγίδα των βομβών το χωριό έμενε όρθιο σε πείσμα των εισβολέων. Φαίνεται πως ακόμα κι οι βόμβες δεν υπάκουαν στις βάρβαρες εντολές τους. Έβλεπαν κι αυτές ακόμη το άδικο και δεν έσκαγαν, μόνο χώνουνταν βαθειά στη γη και αρνούνταν να εκτελέσουν το καταστροφικό τους έργο. Έτσι δεν θρηνούμε περισσότερα θύματα. Τις άλλες μέρες πια συνήθισαν οι άνθρωποι. Έβλεπαν τις βόμβες να πέφτουν και απλά περίμεναν να περάσει το κακό. Περίμεναν να έρθει κι η δική τους σειρά.
Ανάσυραν τα παλιογκραδάκια, και τις πιστόλες. Ξεσκούριασαν τις λάμες και τα μαχαίρια, ξαναλάδωσαν τα όπλα που είχαν κρυμμένα από το κυνήγι του Μεταξά.
Η ώρα σίμωνε να ξαναπάρουν αυτά το λόγο…
Η πατρίδα ετοίμαζε τα παιδιά της.
Δήμος Σθένης
Συνεχίζεται